Κουρδίζω στα ουκρανικά

Μετάφραση: κουρδίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мотив, настроїти, настроювати, мелодія, здригання, налаштувати, набудувати, встановити
Κουρδίζω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κουρδίζω

κουρδίζω κιθάρα, κουρδίζω την κιθάρα, κουρδίζω αγγλικά, κουρδίζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κουρδίζω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • κουρασμένος στα ουκρανικά - одяг, втомлений, стомлений, зморений, втомлена, утомлений
  • κουραφέξαλα στα ουκρανικά - базікання, вигадка, горішки, горіхи, орешки
  • κουρελιασμένος στα ουκρανικά - лють, обірваний, обідраний, обшарпаний, обдертий
  • κουρεύω στα ουκρανικά - урожай, затискач, прикрашати, прикрасити, врожай, багет, готовність, ...
Τυχαίες λέξεις
Κουρδίζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: мотив, настроїти, настроювати, мелодія, здригання, налаштувати, набудувати, встановити