Міра στα ελληνικά
Μετάφραση: міра, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βαθμολογώ, βαθμός, έκταση, μέτρο, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν
Μεταφράσεις
- захисток στα ελληνικά - ασυλία, καταφύγιο, άσυλο, κουνελοφωλιά, στέγαση, σκάβω, στεγαστικός, ...
- зверхність στα ελληνικά - υπεροχή, κυριαρχία, εξουσία, αρχή, αρχής, αρχές, αρχή που
- змахи στα ελληνικά - κτύπημα, αποπληξία, χτύπημα, προσβολή, εγκεφαλικό επεισόδιο
- калічить στα ελληνικά - κύριος, κυριότερος, χωλός, ανάπηρος, ακρωτηριάζοντας, παράλυση, εξοντωτικές
Τυχαίες λέξεις
Міра στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βαθμολογώ, βαθμός, έκταση, μέτρο, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν
Μεταφράσεις: βαθμολογώ, βαθμός, έκταση, μέτρο, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν