Наповнювати στα ελληνικά
Μετάφραση: наповнювати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φυλάω, κοκκινίζω, γέμισμα, αναπληρώσει, συμπληρώστε, συμπληρώσετε, γεμίσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вчинки στα ελληνικά - συμπεριφορά, συμπεριφοράς, τη συμπεριφορά, η συμπεριφορά, της συμπεριφοράς
- етикету στα ελληνικά - βελτιώνομαι, εθιμοτυπία, εθιμοτυπίας, την εθιμοτυπία, δεοντολογία, εθιμοτυπικό
- зайняття στα ελληνικά - προπόνηση, εκπαίδευση, αρραβώνες, εργασία, προπονούμενος, απασχόλησης, απασχόληση, ...
- клятва στα ελληνικά - όρκος, όρκο, όρκου, ενόρκως, τον όρκο
Τυχαίες λέξεις
Наповнювати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φυλάω, κοκκινίζω, γέμισμα, αναπληρώσει, συμπληρώστε, συμπληρώσετε, γεμίσει
Μεταφράσεις: φυλάω, κοκκινίζω, γέμισμα, αναπληρώσει, συμπληρώστε, συμπληρώσετε, γεμίσει