Κοκκινίζω στα ουκρανικά

Μετάφραση: κοκκινίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розквіт, переповняти, рум'янець, наповнювати, ремінець, рум'янці
Κοκκινίζω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κοκκινίζω

κοκκινίζω όταν μιλάω, κοκκινίζω αγγλικά, κοκκινίζω από ντροπή, γιατί κοκκινίζω, κοκκινίζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κοκκινίζω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • κοιτάζω στα ουκρανικά - дурень, дивитися, дивитись
  • κοκαλιάρης στα ουκρανικά - худорлявий, худий, пісне, пісний, худющий, мізерний
  • κοκκώδης στα ουκρανικά - гранульований, шорсткуватий, зернистий, гранульована, гранульовані, гранульоване
  • κολάζω στα ουκρανικά - покарати, дисциплінуйте, очищати, здержувати, стримувати, стримуватиме, стримуватимуть
Τυχαίες λέξεις
Κοκκινίζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: розквіт, переповняти, рум'янець, наповнювати, ремінець, рум'янці