Нерозбірливий στα ελληνικά
Μετάφραση: нерозбірливий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δυσανάγνωστος, στενόχωρος, διστακτικός, δυσανάγνωστες, δυσανάγνωστο, δυσανάγνωστη, δυσανάγνωστα
Μεταφράσεις
- дозувати στα ελληνικά - δοσολογία, δόση, δόσης, τη δόση, της δόσης, δόσεων
- звинуватити στα ελληνικά - κατηγορία, φροντίδα, κατηγορώ, ευθύνη, μομφή, φταίξιμο, υπαιτιότητας
- злидні στα ελληνικά - αναγκαιότητα, φτώχεια, φτώχειας, της φτώχειας, τη φτώχεια, η φτώχεια
- ліра στα ελληνικά - λυρικός, λίρα, Lira, λίρας, λίρες, λιρέτας
Τυχαίες λέξεις
Нерозбірливий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δυσανάγνωστος, στενόχωρος, διστακτικός, δυσανάγνωστες, δυσανάγνωστο, δυσανάγνωστη, δυσανάγνωστα
Μεταφράσεις: δυσανάγνωστος, στενόχωρος, διστακτικός, δυσανάγνωστες, δυσανάγνωστο, δυσανάγνωστη, δυσανάγνωστα