Εύσωμος στα ουκρανικά

Μετάφραση: εύσωμος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
цупкий, товстий, щільний, кремезний, міцний, огрядний
Εύσωμος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εύσωμος

εύσωμος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εύσωμος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • εύστροφος στα ουκρανικά - спритний, легкий, проворний, красномовний, жвавий, гомінкий, виверткий, ...
  • εύσχημος στα ουκρανικά - імовірність, скромний, ймовірність, підхожий, пристойний, стриманий, правдоподібність, ...
  • εύφλεκτος στα ουκρανικά - горючий, легкозаймистий, займистий, легкозаймисті
  • εύχομαι στα ουκρανικά - наймудріший, бажання, б
Τυχαίες λέξεις
Εύσωμος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: цупкий, товстий, щільний, кремезний, міцний, огрядний