Особистий στα ελληνικά
Μετάφραση: особистий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσωπικός, παράδοξος, παράξενος, ταυτότητα, προσωπική, προσωπικών, προσωπικά, προσωπικές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вентилювати στα ελληνικά - αερίζω, αερίστε, αερίζετε, αερίζεται, αερίζονται
- довіряти στα ελληνικά - παραμένω, αναθέτω, εμπιστεύομαι, πίστωση, διαπιστεύω, εξουσιοδοτώ, εμπιστοσύνη, ...
- замирення στα ελληνικά - ειρήνευση, ειρήνευσης, την ειρήνευση, η ειρήνευση, εγκαθίδρυση της ειρήνης
- зернистий στα ελληνικά - κοκκώδης, κοκκώδη, κοκκώδες, κοκκώδους, κόκκους
Τυχαίες λέξεις
Особистий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσωπικός, παράδοξος, παράξενος, ταυτότητα, προσωπική, προσωπικών, προσωπικά, προσωπικές
Μεταφράσεις: προσωπικός, παράδοξος, παράξενος, ταυτότητα, προσωπική, προσωπικών, προσωπικά, προσωπικές