Переслідувати στα ελληνικά

Μετάφραση: переслідувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταδιώκω, στοιχειώνω, κόλπος, κυνηγητό, καταδίωξη, Chase, κυνηγήσει, κυνήγι
Переслідувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • абзац στα ελληνικά - υπόδειξη, παράγραφος, ανεξαρτησία, παράγραφο, παραγράφου, σκέψη, εδάφιο
  • відгвинченими στα ελληνικά - vidhvynchenymy
  • засланець στα ελληνικά - εξορία, εξορίας, την εξορία, εξόριστος, εξόριστο
  • клік στα ελληνικά - κλικ, Κάντε κλικ, Κάντε κλικ στο, κλικ για, Κάντε κλικ στο κουμπί
Τυχαίες λέξεις
Переслідувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταδιώκω, στοιχειώνω, κόλπος, κυνηγητό, καταδίωξη, Chase, κυνηγήσει, κυνήγι