Петля στα ελληνικά

Μετάφραση: петля, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διπλασιάζω, σωσίας, διπλός, κύκλωμα, βάτραχος, γύρος, βρόχος, βρόχο, βρόχου, βρόγχου, βρόγχο
Петля στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бутель στα ελληνικά - εμφιαλώνω, μπουκάλι, φιάλη, φιάλης, φιαλών, φιαλίδιο
  • виводитись στα ελληνικά - επώαση, τίθεται, σβήσει, που τίθεται, τεθεί εκτός, βάλει έξω
  • директор στα ελληνικά - ράμφος, σκηνοθέτης, διευθυντής, διευθυντή, σκηνοθέτη, διευθύντρια
  • дріб'язковість στα ελληνικά - παραλιακός, δικολαβιών, σχολαστικότητα, διυλίζουμε τον κώνωπα, Τα σοφιστικά, κώνωπα
Τυχαίες λέξεις
Петля στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διπλασιάζω, σωσίας, διπλός, κύκλωμα, βάτραχος, γύρος, βρόχος, βρόχο, βρόχου, βρόγχου, βρόγχο