Повірити στα ελληνικά
Μετάφραση: повірити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαπιστεύω, πιστεύω, εξουσιοδοτώ, πιστεύουν, πιστεύουμε, πιστέψουν, να πιστέψουν
Μεταφράσεις
- грамота στα ελληνικά - δίπλωμα, ναύλωση, καταστατικός χάρτης, Χάρτη, τσάρτερ, charter
- житло στα ελληνικά - κατοικία, σπίτι, Αρχική σελίδα, το σπίτι, στο σπίτι, σπιτιού
- загостріть στα ελληνικά - ακονίζω, ξύνω, οξύνει, οξύνουν, εντείνει, ακονίσουν
- зварений στα ελληνικά - μαγειρεμένα, μαγειρεμένο, ψημένα, μαγειρεύονται, και ψημένα
Τυχαίες λέξεις
Повірити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαπιστεύω, πιστεύω, εξουσιοδοτώ, πιστεύουν, πιστεύουμε, πιστέψουν, να πιστέψουν
Μεταφράσεις: διαπιστεύω, πιστεύω, εξουσιοδοτώ, πιστεύουν, πιστεύουμε, πιστέψουν, να πιστέψουν