Погрожувати στα ελληνικά

Μετάφραση: погрожувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απειλώ, απειλούν, απειλήσουν, απειλήσει, απειλεί, να απειλήσει
Погрожувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вугільний στα ελληνικά - άνθρακας, κάρβουνα, κάρβουνο, άνθρακα, του άνθρακα, τον άνθρακα
  • епігон στα ελληνικά - επίγονο
  • звідники στα ελληνικά - καρφίτσα, γόμφος, νταβατζήδες, προαγωγούς, μαστροπούς, μαστροπών, μαστροποί
  • згинатися στα ελληνικά - γέρνω, στροφή, καμπυλώνεται, σκύβω, κάμψη, κάμψης, καμπή, ...
Τυχαίες λέξεις
Погрожувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απειλώ, απειλούν, απειλήσουν, απειλήσει, απειλεί, να απειλήσει