Податливість στα ελληνικά

Μετάφραση: податливість, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ελαστικός, συμμόρφωση, ελατότης, σφυρηλατήσιμο, ευπλαστότητας, μαλακτότητας, μαλακτότητα
Податливість στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • затемнений στα ελληνικά - σκοτεινό, σκοτείνιασε, σκοτεινιάσει, σκούρα, σκοτεινά
  • здіймати στα ελληνικά - ζυγιάζω, ζυγίζω, πρήζω, φουσκώνω, εξογκώνω, αύξηση, αυξήσει, ...
  • кабалістика στα ελληνικά - Καμπάλα, Καμπαλά, Kabbalah, της Καβάλα, της Καμπάλα
  • кіносеанс στα ελληνικά - παράσταση, δείχνω, εμφαίνω, επίδοση, εκτέλεση, απόδοση, επιδόσεις
Τυχαίες λέξεις
Податливість στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ελαστικός, συμμόρφωση, ελατότης, σφυρηλατήσιμο, ευπλαστότητας, μαλακτότητας, μαλακτότητα