Посилюватись στα ελληνικά

Μετάφραση: посилюватись, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυξάνομαι, μεγαλώνω, ενισχυθεί, ενισχύθηκε, ενισχυθούν, ενισχύεται, ενισχυμένη
Посилюватись στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вказування στα ελληνικά - άσκοπος, ενημέρωση, νουθεσία, παραίνεση, στίξη, κατάδειξης, δείχνει, ...
  • відшкодовування στα ελληνικά - αποζημίωση, συμψηφισμός, καταργώ, ανακαλώ, ακυρώνω, επιστροφή χρημάτων, επιστροφής, ...
  • грань στα ελληνικά - βασιλικός, όψη, πτυχή, πλευρά, έκφανση, έκφανσης
  • красти στα ελληνικά - λάχανο, απάγω, κλέβω, βουτώ, απαγωγέας, κλοπή, κλέψει, ...
Τυχαίες λέξεις
Посилюватись στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυξάνομαι, μεγαλώνω, ενισχυθεί, ενισχύθηκε, ενισχυθούν, ενισχύεται, ενισχυμένη