Μεγαλώνω στα ουκρανικά

Μετάφραση: μεγαλώνω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
посилюватись, рости, культивувати, ростити, зростати, зростатиме, зростатимуть
Μεγαλώνω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μεγαλώνω

μεγαλώνω μεγαλώνεις μεγαλώνει, μεγαλώνω συνώνυμο, μεγαλώνω στίχοι, μεγαλώνω σωστά το παιδί μου, μεγαλώνω παθητική φωνή, μεγαλώνω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μεγαλώνω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • μεγαλοψυχία στα ουκρανικά - великодушність, шляхетність, щедрість
  • μεγαλόψυχος στα ουκρανικά - великодушний, благородний, великодушна, шляхетний, щедрий
  • μεγεθύνω στα ουκρανικά - збільшення, збільшити, розширитися, збільшитися, увеличить
  • μεγιστάνας στα ουκρανικά - магнат
Τυχαίες λέξεις
Μεγαλώνω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: посилюватись, рости, культивувати, ростити, зростати, зростатиме, зростатимуть