Поширення στα ελληνικά
Μετάφραση: поширення, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γεγονός, διαστολή, περιστατικό, συμβάν, ενίσχυση, διάδοση, εξάπλωση, εξάπλωσης, διάδοσης, εξάπλωσής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- абсурдність στα ελληνικά - παράλογος, παραλογισμός, παραλογισμό, παράλογο, παραλογισμού, τον παραλογισμό
- дим στα ελληνικά - καπνός, καπνοί, καπνίζω, καπνού, καπνό, καπνιστών τροφίμων, αιθάλης
- казарма στα ελληνικά - σιταποθήκη, αχυρώνα, στάβλο, αχυρώνες, αχυρώνας
- косичка στα ελληνικά - στέκα, πλεξίδα, πλεξούδα, πλεξούδας, σιρίτια, σειρήτια
Τυχαίες λέξεις
Поширення στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γεγονός, διαστολή, περιστατικό, συμβάν, ενίσχυση, διάδοση, εξάπλωση, εξάπλωσης, διάδοσης, εξάπλωσής
Μεταφράσεις: γεγονός, διαστολή, περιστατικό, συμβάν, ενίσχυση, διάδοση, εξάπλωση, εξάπλωσης, διάδοσης, εξάπλωσής