Продуктивний στα ελληνικά
Μετάφραση: продуктивний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποδοτικός, αποτελεσματικός, παραγωγικός, παραγωγική, παραγωγικές, παραγωγικών, παραγωγικό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бретелька στα ελληνικά - ιμάντας, αορτήρας, ιμάντα ώμου, λουρί ώμου, ιμάντας ώμου, λουρί ώμων
- бідний στα ελληνικά - φτωχός, κακή, φτωχών, φτωχούς, φτωχές
- думати στα ελληνικά - φανταστικός, κρατώ, πιστεύω, κλαίω, προτίμηση, γούστο, αμπάρι, ...
- котушка στα ελληνικά - σπείρα, πηνίο, πηνίου, σπείρας, του πηνίου
Τυχαίες λέξεις
Продуктивний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποδοτικός, αποτελεσματικός, παραγωγικός, παραγωγική, παραγωγικές, παραγωγικών, παραγωγικό
Μεταφράσεις: αποδοτικός, αποτελεσματικός, παραγωγικός, παραγωγική, παραγωγικές, παραγωγικών, παραγωγικό