Промочити στα ελληνικά
Μετάφραση: промочити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μουσκεύω, βρέχω, βραχεί, να βραχεί, βραχούν, εισέλθει υγρασία, βρέχονται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- догмат στα ελληνικά - δόγμα, δόγματος, το δόγμα, δόγματα
- засіка στα ελληνικά - οδόφραγμα, οδοφράγματος, φράγμα, οδοφράγματα, barricade
- крикнути στα ελληνικά - φωνάζω, κραυγάζω, κλαίω, κραυγή, στριγκλίζω, φωνάζουν, φωνάζει, ...
- літання στα ελληνικά - ιπτάμενος, φέρουν, που φέρουν, πετούν, που πετούν, εταιρείες που πετούν
Τυχαίες λέξεις
Промочити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μουσκεύω, βρέχω, βραχεί, να βραχεί, βραχούν, εισέλθει υγρασία, βρέχονται
Μεταφράσεις: μουσκεύω, βρέχω, βραχεί, να βραχεί, βραχούν, εισέλθει υγρασία, βρέχονται