Рвати στα ελληνικά

Μετάφραση: рвати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διάλειμμα, διάλλειμα, αντεπίθεση, σπάζω, ξήλωμα, ξεσκίζω, σκίζω, ΠΕΕ, rip
Рвати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • гаптування στα ελληνικά - κέντημα, κεντήματα, κεντήματος, κεντημάτων, κεντητική
  • гребок στα ελληνικά - κουπί, πτερύγιο, αναδευτήρα, με πτερύγια, κουτάλας
  • достигає στα ελληνικά - μελωδικός, ωριμάζουν, ωριμάσουν, ωριμάσει, ωρίμανση, ωριμάζει
  • записування στα ελληνικά - εγγραφή, εγγραφής, Καταγραφή, Recording, καταγραφής
Τυχαίες λέξεις
Рвати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διάλειμμα, διάλλειμα, αντεπίθεση, σπάζω, ξήλωμα, ξεσκίζω, σκίζω, ΠΕΕ, rip