Скульптор στα ελληνικά

Μετάφραση: скульптор, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λαξευτής, γλύπτης, γλύπτη, γλύπτρια, του γλύπτη, γλύπτριας
Скульптор στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • барабанити στα ελληνικά - τύμπανο, τυμπάνου, το τύμπανο, του τυμπάνου, τύμπανου
  • бич στα ελληνικά - πληγή, μαστίζω, μάστιγα, μάστιγας, της μάστιγας, τη μάστιγα
  • кипучість στα ελληνικά - κοχλάζει, εξημμένος, βράζει, ταραγμένη, κοχλάζον
  • клір στα ελληνικά - ιερατείο, κλήρος, κλήρου, κληρικούς, κληρικοί
Τυχαίες λέξεις
Скульптор στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λαξευτής, γλύπτης, γλύπτη, γλύπτρια, του γλύπτη, γλύπτριας