Λαξευτής στα ουκρανικά

Μετάφραση: λαξευτής, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
скульптор, шахрай, шахрая
Λαξευτής στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λαξευτής

λαξευτής λεξικό γλώσσας ουκρανικά, λαξευτής στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • λανθασμένος στα ουκρανικά - неправильно, невірно
  • λανολίνη στα ουκρανικά - ланолін, ланоліну
  • λαξεύω στα ουκρανικά - дробити, вирізувати, вирізьбити, рубати, рубатимуть
  • λαρδί στα ουκρανικά - крадіжка, злодійство, сало
Τυχαίες λέξεις
Λαξευτής στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: скульптор, шахрай, шахрая