Γλύπτης στα ουκρανικά

Μετάφραση: γλύπτης, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
скульптор
Γλύπτης στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γλύπτης

γλύπτης δημητριάδης, γλύπτης φειδίας, γλύπτης θόδωρος, γλύπτης καλλίμαχος, γλύπτης τάκης, γλύπτης λεξικό γλώσσας ουκρανικά, γλύπτης στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • γλωσσομαθής στα ουκρανικά - язиковий, лінгвіст, лингвист, мовознавець
  • γλόμπος στα ουκρανικά - бульбашка, пузирчик, опуклість, бульбашку, балон, глобус
  • γλύφω στα ουκρανικά - вирізувати, вирізьбити, дробити, гліф, гліф з, гліфи, гліф перелічується
  • γλώσσα στα ουκρανικά - виключний, лангуст, попід, піді, промову, баритися, підошва, ...
Τυχαίες λέξεις
Γλύπτης στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: скульптор