Ставити στα ελληνικά

Μετάφραση: ставити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θέση, φραγμός, τοποθεσία, σε, στηρίγματα, φέρνω, τοποθετώ, που, τεθεί, θέσει, βάλει, βάλετε
Ставити στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вегетаріанець στα ελληνικά - χορτοφάγος, Χορτοφαγική, χορτοφάγους, για χορτοφάγους, χορτοφαγικά
  • виправдний στα ελληνικά - δικαιολογητικός, δικαιολογητική, της αιτιολογήσεως, δικαιολόγησης
  • загал στα ελληνικά - κοινότητα, ωκεανός, ραμφίζω, στρατός, γενικά, γενικώς, γένει, ...
  • злиття στα ελληνικά - συγχώνευση, ένωση, σύντηξη, συγκέντρωση, συγχώνευσης, συγκεντρώσεων, συγκέντρωσης
Τυχαίες λέξεις
Ставити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θέση, φραγμός, τοποθεσία, σε, στηρίγματα, φέρνω, τοποθετώ, που, τεθεί, θέσει, βάλει, βάλετε