Точка στα ελληνικά
Μετάφραση: точка, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βούλα, περίοδος, σπυρί, μέρος, εντοπίζω, διάστημα, κουκίδα, σημείο, σημείου, στοιχείο, το σημείο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бакенщик στα ελληνικά - bakenschyk
- копірка στα ελληνικά - καρμπό, καρμπόν, χαρτί καρμπόν, ανθρακούχο χαρτί, χάρτου καρμπόν
- лисий στα ελληνικά - γύπας, καραφλός, φαλακρός, σέξι, φαλακρό, Bald, φαλακρά, ...
- лицарський στα ελληνικά - ιπποτικός, ιπποτικό, ιπποτικής, ιπποτικές, ιπποτική
Τυχαίες λέξεις
Точка στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βούλα, περίοδος, σπυρί, μέρος, εντοπίζω, διάστημα, κουκίδα, σημείο, σημείου, στοιχείο, το σημείο
Μεταφράσεις: βούλα, περίοδος, σπυρί, μέρος, εντοπίζω, διάστημα, κουκίδα, σημείο, σημείου, στοιχείο, το σημείο