Εντός στα ουκρανικά
Μετάφραση: εντός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
утримати, утримувати, удержати, утримуватися, в, у, до, на
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εντός
εντός κρεβάτια, εντός καναπέδες, εντός παιδιάς, εντός εκτός, εντός εκτός και επί τα αυτά, εντός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εντός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- εντυπωσιάζω στα ουκρανικά - невід'ємний, враження
- εντυπωσιακός στα ουκρανικά - разючий, приголомшення, приголомшливий, приголомшуючий, сенсаційний, вражаючий, вражаюче, ...
- εντύπωση στα ουκρανικά - запам'ятовувати, вразити, уражати, печатку, тавро, враження
- ενυδρείο στα ουκρανικά - акваріум, аквариум
Τυχαίες λέξεις
Εντός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: утримати, утримувати, удержати, утримуватися, в, у, до, на
Μεταφράσεις: утримати, утримувати, удержати, утримуватися, в, у, до, на