Умова στα ελληνικά

Μετάφραση: умова, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όρος, συμβόλαιο, διορία, συστέλλομαι, προσβάλλομαι, προσωρινός, κατάσταση, τρίμηνο, πάθηση, προϋπόθεση, όρο, κατάστασης
Умова στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бочок στα ελληνικά - πλευρό, πλαγιά, βαρέλια, βαρελιών, τα βαρέλια, κάννες, βαρέλι
  • гарчати στα ελληνικά - γκρινιάρης, μαλώνω, γκρινιάζω, τζαναμπέτης, γρύλισμα, βρυχηθμός, βρυχηθμό, ...
  • забави στα ελληνικά - διασκέδαση, τη διασκέδαση, διασκεδαστικό, διασκέδασης, διασκεδάσουν
  • кооперуйтеся στα ελληνικά - kooperuytesya
Τυχαίες λέξεις
Умова στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όρος, συμβόλαιο, διορία, συστέλλομαι, προσβάλλομαι, προσωρινός, κατάσταση, τρίμηνο, πάθηση, προϋπόθεση, όρο, κατάστασης