Ціль στα ελληνικά
Μετάφραση: ціль, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βλέψη, αντικείμενο, προορισμός, γκολ, φιλοδοξία, σκοπεύω, αντικειμενικός, σκόπιμος, στόχος, αντιτείνω, κουτουλώ, αποβλέπω, σκοπός, στοχεύω, στόχο, στόχου, στόχους, στόχων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вибухніть στα ελληνικά - εκρήγνυμαι, Σπάστε, Ξεσπάσουν, Ξεσπήστε, Διάλειμμα από, Ξεσπάσει
- вигонити στα ελληνικά - αποβάλλω, απελαύνω, ρίχνει, χυτό, ρίξει, χυτεύεται, ψήφων
- декламуйте στα ελληνικά - απαγγέλλω, διηγούμαι, απαγγέλλουν, απαγγείλει, απαγγέλλει
- дзвоніння στα ελληνικά - κωδωνοκρουσία, ηχώ, κρούω, βροντώ, βρόντος
Τυχαίες λέξεις
Ціль στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βλέψη, αντικείμενο, προορισμός, γκολ, φιλοδοξία, σκοπεύω, αντικειμενικός, σκόπιμος, στόχος, αντιτείνω, κουτουλώ, αποβλέπω, σκοπός, στοχεύω, στόχο, στόχου, στόχους, στόχων
Μεταφράσεις: βλέψη, αντικείμενο, προορισμός, γκολ, φιλοδοξία, σκοπεύω, αντικειμενικός, σκόπιμος, στόχος, αντιτείνω, κουτουλώ, αποβλέπω, σκοπός, στοχεύω, στόχο, στόχου, στόχους, στόχων