Шпунт στα ελληνικά

Μετάφραση: шпунт, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διοχετεύω, κανάλι, ρείθρο, συνοχεύς, στήριγμα, σφήνα, πέλματος, πέλμα
Шпунт στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • долівку στα ελληνικά - πεζόδρομος, πεζοδρόμιο, όροφος, δάπεδο, πάτωμα, όροφο, δαπέδου
  • економний στα ελληνικά - λιτός, φειδωλός, οικονομικός, οικονομική, οικονομικό, οικονομικά, οικονομικές
  • зворот στα ελληνικά - στροφή, σειρά, τη σειρά, σειρά του, τη σειρά του
  • кість στα ελληνικά - κόκαλο, οστό, κόκκαλο, οστών, των οστών
Τυχαίες λέξεις
Шпунт στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διοχετεύω, κανάλι, ρείθρο, συνοχεύς, στήριγμα, σφήνα, πέλματος, πέλμα