Ґрати στα ελληνικά
Μετάφραση: ґрати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκκολάπτομαι, δικτυωτό, επωάζω, πλέγμα, δίχτυ, σχάρα, άνοιγμα, ενοχλητικός, μπουκαπόρτα, Σχάρες, Κιγκλιδώματα, σχαρες, εσχάρες, οι σχάρες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ведучий στα ελληνικά - δυνατός, ισχυρός, δυναμικός, οδήγηση, οδήγησης, οδηγήσεως, την οδήγηση, ...
- вигострювати στα ελληνικά - ακονίζω, οξύνει, οξύνουν, εντείνει, ακονίσουν
- гончарний στα ελληνικά - κεραμικός, κεραμικά, κεραμικό, κεραμικών, κεραμική
- земною στα ελληνικά - γη, γης, γαιών, γαίας, τη γη
Τυχαίες λέξεις
Ґрати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκκολάπτομαι, δικτυωτό, επωάζω, πλέγμα, δίχτυ, σχάρα, άνοιγμα, ενοχλητικός, μπουκαπόρτα, Σχάρες, Κιγκλιδώματα, σχαρες, εσχάρες, οι σχάρες
Μεταφράσεις: εκκολάπτομαι, δικτυωτό, επωάζω, πλέγμα, δίχτυ, σχάρα, άνοιγμα, ενοχλητικός, μπουκαπόρτα, Σχάρες, Κιγκλιδώματα, σχαρες, εσχάρες, οι σχάρες