Δικτυωτό στα ουκρανικά
Μετάφραση: δικτυωτό, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
підпірка, грати, ґрати, решітка, світу, сітка
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δικτυωτό
δικτυωτό λεξικό γλώσσας ουκρανικά, δικτυωτό στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- δικτάτορας στα ουκρανικά - диктатор, диктатора
- δικτατορία στα ουκρανικά - диктатура, диктатуру
- διμερής στα ουκρανικά - білатеральний, двосторонній, обопільний, односторонній, двобічний, односторонній матеріал
- διμοιρία στα ουκρανικά - платонічний, взвод, звід, взведення
Τυχαίες λέξεις
Δικτυωτό στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: підпірка, грати, ґрати, решітка, світу, сітка
Μεταφράσεις: підпірка, грати, ґрати, решітка, світу, сітка