Drylować στα ελληνικά

Μετάφραση: drylować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λιθοβολώ, πετροβολώ, πέτρα, πέτρινο, πέτρινα, πέτρας, πέτρινη
Drylować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dryg στα ελληνικά - κολάι, ικανότητα, μαστοριά, κόλπο, ταλέντο, knack
  • dryl στα ελληνικά - τροχός, τριβελίζω, άσκηση, τρυπάνι, τρυπανιού, διάτρησης, δράπανο
  • drynda στα ελληνικά - γκρινιάρης, βομβητής, μικρό όγκο πάγου, όγκο πάγου
  • dryndziarz στα ελληνικά - ταξιτζής, αμαξάς, cabby, ταξιτζή, σωφέρ
Τυχαίες λέξεις
Drylować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λιθοβολώ, πετροβολώ, πέτρα, πέτρινο, πέτρινα, πέτρας, πέτρινη