Kondensować στα ελληνικά
Μετάφραση: kondensować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εγκλείω, συνοψίζω, υγροποιώ, συμπυκνώνω, πατικώνω, συμπιέζω, συμπυκνώσει, συμπυκνωθεί, συμπυκνώνει, συμπυκνωθούν, συμπυκνώσει τα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- arogancja στα ελληνικά - έπαρση, υπεροψία, αλαζονεία, αλαζονείας, την αλαζονεία, η αλαζονεία
- bonifikacja στα ελληνικά - επίδομα, επιχορήγηση
- buchalter στα ελληνικά - λογιστής, λογιστή, λογίστρια, το λογιστή, επαγγελματία λογιστή
- ciągnienie στα ελληνικά - ζωγραφιά, έλξη, τραβήξτε, τραβήξει, τραβάτε, τραβήξετε
Τυχαίες λέξεις
Kondensować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εγκλείω, συνοψίζω, υγροποιώ, συμπυκνώνω, πατικώνω, συμπιέζω, συμπυκνώσει, συμπυκνωθεί, συμπυκνώνει, συμπυκνωθούν, συμπυκνώσει τα
Μεταφράσεις: εγκλείω, συνοψίζω, υγροποιώ, συμπυκνώνω, πατικώνω, συμπιέζω, συμπυκνώσει, συμπυκνωθεί, συμπυκνώνει, συμπυκνωθούν, συμπυκνώσει τα