Kotować στα ελληνικά

Μετάφραση: kotować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βαθμός, σημαίνω, σημειώνω
Kotować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dopędzać στα ελληνικά - οδηγώ, προσπεράσει, προσπεράσεις, προσπέραση, ξεπεράσει, ξεπεράσει την
  • dżinsy στα ελληνικά - τζην, τζιν, jeans, τα τζιν
  • graciarnia στα ελληνικά - ακατάστατο δωμάτιο
  • inteligentny στα ελληνικά - έξυπνος, φανταστικός, έξοχος, λαμπερός, νοήμων, ευφυή, ευφυής, ...
Τυχαίες λέξεις
Kotować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βαθμός, σημαίνω, σημειώνω