Laska στα ελληνικά
Μετάφραση: laska, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ραβδί, χώνω, κοντάρι, πατερίτσα, πριμοδότηση, επίδομα, δεκανίκι, βέργα, προσωπικό, προσωπικού, το προσωπικό, του προσωπικού, υπαλλήλων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bluźnierstwo στα ελληνικά - βλασφημία, βλασφημίας, τη βλασφημία, περί βλασφημίας, της βλασφημίας
- egzaminować στα ελληνικά - εξετάζω, να εξετάσει, εξετάσει, εξετάζει, εξετάσουν, εξετάζουν
- etiologia στα ελληνικά - αιτιολογία, αιτιολογίας, την αιτιολογία, η αιτιολογία
- flacha στα ελληνικά - καράφα, κανάτα, λαγήνος, νταμιζάνα, flagon
Τυχαίες λέξεις
Laska στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ραβδί, χώνω, κοντάρι, πατερίτσα, πριμοδότηση, επίδομα, δεκανίκι, βέργα, προσωπικό, προσωπικού, το προσωπικό, του προσωπικού, υπαλλήλων
Μεταφράσεις: ραβδί, χώνω, κοντάρι, πατερίτσα, πριμοδότηση, επίδομα, δεκανίκι, βέργα, προσωπικό, προσωπικού, το προσωπικό, του προσωπικού, υπαλλήλων