Okratowanie στα ελληνικά
Μετάφραση: okratowanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κιγκλίδωμα, κάγκελα, ενοχλητικός, τρίψιμο, το τρίψιμο, εσχάρα, σχάρας
Μεταφράσεις
- algebra στα ελληνικά - άλγεβρα, άλγεβρας, την άλγεβρα, της άλγεβρας, αλγεβρικά
- bestwić στα ελληνικά - δόλωμα, δολώματος, δολώματα, δολωμάτων, το δόλωμα
- dżdżysty στα ελληνικά - υγρός, βρεγμένος, περιχύω, βροχερός, βροχερή, βροχερές, βροχερό, ...
- hełmofon στα ελληνικά - ακουστικά, ακουστικών, των ακουστικών, Headphone, Δέκτης
Τυχαίες λέξεις
Okratowanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κιγκλίδωμα, κάγκελα, ενοχλητικός, τρίψιμο, το τρίψιμο, εσχάρα, σχάρας
Μεταφράσεις: κιγκλίδωμα, κάγκελα, ενοχλητικός, τρίψιμο, το τρίψιμο, εσχάρα, σχάρας