Okresowo στα ελληνικά

Μετάφραση: okresowo, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιοδικά, περιοδικώς, περιοδική, τακτά χρονικά διαστήματα, κατά περιόδους
Okresowo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • agresywny στα ελληνικά - επίθεση, προσβλητικός, συνέπεια, βίαιος, επιθετικός, επιθετική, επιθετικό, ...
  • akwizytor στα ελληνικά - ζητών πελατεία
  • berkel στα ελληνικά - Berkel, το Berkel
  • feudalny στα ελληνικά - φεουδαρχικός, φεουδαλικός, φεουδαρχική, φεουδαρχικό, φεουδαρχικής
Τυχαίες λέξεις
Okresowo στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιοδικά, περιοδικώς, περιοδική, τακτά χρονικά διαστήματα, κατά περιόδους