Perfumować στα ελληνικά

Μετάφραση: perfumować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οσμή, ευωδία, ταριχεύω, ευωδιά, μυρωδιά, άρωμα, αρώματος, αρώματα, αρωμάτων, το άρωμα
Perfumować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • boksowanie στα ελληνικά - πυγμαχία, πυγμαχίας, μποξ, εγκιβωτίζοντας, που εγκιβωτίζει
  • burgos στα ελληνικά - αστός, αστική, αστικής, αστικό, αστικού
  • etyk στα ελληνικά - ηθική, Ηθικιστές, ειδικό σε θέματα ηθικής
  • indagować στα ελληνικά - ανακρίνω, ανακρίνουν, ανακρίνει, να ανακρίνουν, ανάκριση, ανακρίνουν τους
Τυχαίες λέξεις
Perfumować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οσμή, ευωδία, ταριχεύω, ευωδιά, μυρωδιά, άρωμα, αρώματος, αρώματα, αρωμάτων, το άρωμα