Pozywać στα ελληνικά

Μετάφραση: pozywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εγκαλώ, αναφέρω, παραθέτω, καλώ, μηνύω, ενάγω, κάνω αγωγή, μηνύσει, Sue, η Sue
Pozywać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • azuryt στα ελληνικά - αζουρίτης, αζουρίτη, ο αζουρίτης
  • cewnikowanie στα ελληνικά - καθετηριασμό, καθετηριασμός, καθετηριασμού, τον καθετηριασμό, καθετηριασμούς
  • chów στα ελληνικά - αναπαραγωγή, αναπαραγωγής, εκτροφή, εκτροφής, την αναπαραγωγή
  • dykcja στα ελληνικά - απαγγελία, δικαιοδοσία, δικαιοδοσίας, δοσία, diction
Τυχαίες λέξεις
Pozywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εγκαλώ, αναφέρω, παραθέτω, καλώ, μηνύω, ενάγω, κάνω αγωγή, μηνύσει, Sue, η Sue