Przyłączyć στα ελληνικά
Μετάφραση: przyłączyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνδέω, εφάπτομαι, συνενώνω, συνορεύω, επισυνάπτω, ενώνω, ανεβαίνω, αυξάνομαι, βουνό, όρος, γειτονεύω, κατατάσσομαι, ένωση, ενταχθούν, συμμετάσχουν, ενταχθεί, προσχωρήσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- biwakowicz στα ελληνικά - κατασκηνωτές, Τροχόσπιτα, τροχόσπιτων, κατασκηνωτών, τους κατασκηνωτές
- duszpasterstwo στα ελληνικά - υπουργείο, ιερατείο, Υπουργείου, διακονία, του υπουργείου, το υπουργείο
- dwuatomowy στα ελληνικά - διατονικός, διατομικά, διατομικού, διατομικών, διατομικόν
- imię στα ελληνικά - ονομασία, επωνυμία, όνομα, ονομάζω, τίτλος, ονόματος, όνομά, ...
Τυχαίες λέξεις
Przyłączyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνδέω, εφάπτομαι, συνενώνω, συνορεύω, επισυνάπτω, ενώνω, ανεβαίνω, αυξάνομαι, βουνό, όρος, γειτονεύω, κατατάσσομαι, ένωση, ενταχθούν, συμμετάσχουν, ενταχθεί, προσχωρήσουν
Μεταφράσεις: συνδέω, εφάπτομαι, συνενώνω, συνορεύω, επισυνάπτω, ενώνω, ανεβαίνω, αυξάνομαι, βουνό, όρος, γειτονεύω, κατατάσσομαι, ένωση, ενταχθούν, συμμετάσχουν, ενταχθεί, προσχωρήσουν