Spędzać στα ελληνικά
Μετάφραση: spędzać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πέρασμα, ξοδεύω, στενά, περνώ, κυκλοφορώ, δαπανών, δαπάνες, των δαπανών, δαπάνη, οι δαπάνες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- astmatyczny στα ελληνικά - ασθματικός, ασθματικών, ασθματική, ασθματικά, ασθματικούς
- etnologia στα ελληνικά - εθνολογία, Εθνολογίας, την εθνολογία, η εθνολογία, η Εθνολογία έχει
- fałszerz στα ελληνικά - πλαστός, κάλπικος, κίβδηλος, παραχαράκτης, παραχαράκτη, πλαστογράφος, παραποιητή, ...
Τυχαίες λέξεις
Spędzać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πέρασμα, ξοδεύω, στενά, περνώ, κυκλοφορώ, δαπανών, δαπάνες, των δαπανών, δαπάνη, οι δαπάνες
Μεταφράσεις: πέρασμα, ξοδεύω, στενά, περνώ, κυκλοφορώ, δαπανών, δαπάνες, των δαπανών, δαπάνη, οι δαπάνες