Ξοδεύω στα πολωνικά

Μετάφραση: ξοδεύω, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wydawać, spędzać, wydać, poświęcać, tracić, spędzić
Ξοδεύω στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ξοδεύω

ξοδεύω συνώνυμο, ξοδεύω συνώνυμα, ξοδεύω λεξικό γλώσσας πολωνικά, ξοδεύω στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • ξιφασκία στα πολωνικά - szermierka, szermierstwo, ogrodzenie, fechtunek, paserstwo, ogrodzenia, ogrodzeń
  • ξιφολόγχη στα πολωνικά - bagnet, bagnetowy, bagnetowego, bagnetowe, bayonet
  • ξυλεία στα πολωνικά - wręga, drzewo, cembrować, las, belka, ocembrować, szalować, ...
  • ξυλώδης στα πολωνικά - drewniany, drzewiasty, lesisty, zalesiony, woody, drzewiastych
Τυχαίες λέξεις
Ξοδεύω στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: wydawać, spędzać, wydać, poświęcać, tracić, spędzić