Sprzęgło στα ελληνικά
Μετάφραση: sprzęgło, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλώσημα, απομόνωση, πιάνω, αρπάζω, συμπλέκτης, συμπλέκτη, του συμπλέκτη, συμπλεκτών
Μεταφράσεις
- alkaliczny στα ελληνικά - αλκαλικός, αλκαλική, αλκαλικό, αλκαλικής, αλκαλικών, αλκαλικές
- atrakcyjny στα ελληνικά - ελκυστικός, επιθυμητός, αγαθός, καλός, ελκυστική, ελκυστικό, ελκυστικές, ...
- cudzoziemski στα ελληνικά - αλλοδαπός, εξωγήινος, εξωτερικός, ξένος, ξένων, ξένες, ξένο
- hel στα ελληνικά - ήλιο, ηλίου, το ήλιο, του ηλίου, ήλιον
Τυχαίες λέξεις
Sprzęgło στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλώσημα, απομόνωση, πιάνω, αρπάζω, συμπλέκτης, συμπλέκτη, του συμπλέκτη, συμπλεκτών
Μεταφράσεις: κλώσημα, απομόνωση, πιάνω, αρπάζω, συμπλέκτης, συμπλέκτη, του συμπλέκτη, συμπλεκτών