Torturować στα ελληνικά

Μετάφραση: torturować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μέγγενη, ράφι, σχάρα, βασανιστήριο, βασανισμός, βασανίζω, μαρτύριο, βασανιστηρίων, βασανιστήρια, τα βασανιστήρια
Torturować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dożywianie στα ελληνικά - τροφοδοτώ, σιτίζω, ταΐζω, σίτιση, διατροφή, τροφοδοσίας, σίτισης, ...
  • filetowanie στα ελληνικά - σε φιλέτα, φιλετάρισμα, φιλεταρίσματος, τεμαχισμό σε φιλέτα, τον τεμαχισμό σε φιλέτα
  • idylla στα ελληνικά - ειδύλλιο, Idyll, ειδυλλίου, ειδυλλιακή, ειδύλλιο του
Τυχαίες λέξεις
Torturować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μέγγενη, ράφι, σχάρα, βασανιστήριο, βασανισμός, βασανίζω, μαρτύριο, βασανιστηρίων, βασανιστήρια, τα βασανιστήρια