Użytkowanie στα ελληνικά

Μετάφραση: użytkowanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιχείρηση, εγχείρηση, χρήση, λειτουργία, χρησιμοποιώ, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
Użytkowanie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • asceta στα ελληνικά - ασκητικός, ασκητής, ασκητική, ασκητή, ασκητικό
  • etykietować στα ελληνικά - ετικέτα, επιγραφή, σήμα, ετικέτας, σήματος
  • galwanizować στα ελληνικά - γαλβανίζω, electroplate, με ηλεκτρόλυση, ηλεκτρόλυση, επιμεταλλώστε με ηλεκτρόλυση
  • garnitur στα ελληνικά - βολεύω, εξυπηρετώ, κοστούμι, αρμόζω, στολή, αγωγή, το παράδειγμά, ...
Τυχαίες λέξεις
Użytkowanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιχείρηση, εγχείρηση, χρήση, λειτουργία, χρησιμοποιώ, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση