Utrwalenie στα ελληνικά

Μετάφραση: utrwalenie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εδραίωση, στερέωση, στερέωσης, σταθεροποίηση, υλική ενσωμάτωση, σύνδεσης του
Utrwalenie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ananas στα ελληνικά - μόρτης, ανανάς, ανανά, χυμών ανανά, του ανανά
  • brodaty στα ελληνικά - μουσάτος, γενειοφόρος, γενειοφόρου, γενειοφόρο, γενειοφόρους, γενειάδα
  • często στα ελληνικά - συχνά, συνήθως, φορές, πολλές φορές
  • egzotycznie στα ελληνικά - εξωτικά, exotically, τύπους τροπικών
Τυχαίες λέξεις
Utrwalenie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εδραίωση, στερέωση, στερέωσης, σταθεροποίηση, υλική ενσωμάτωση, σύνδεσης του