Wiwatować στα ελληνικά

Μετάφραση: wiwatować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζητωκραυγάζω, προσθέτω, πρόσφυμα, ευθυμία, κέφι, ευθυμίας, την ευθυμία
Wiwatować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • buforować στα ελληνικά - κρυφή μνήμη, κρύπτη, μνήμη cache, κρυφής μνήμης, μνήμης cache
  • bulion στα ελληνικά - απόθεμα, παρακρατώ, ζωμός, ζωμό, ζωμού, το ζωμό, οπό
  • celowo στα ελληνικά - σκόπιμα, επίτηδες, σκοπίμως, εσκεμμένα, εκ προθέσεως
  • dowolność στα ελληνικά - ευκαμψία, ευλυγισία, ελευθερία, ελευθερίας, ελεύθερης, ελεύθερη, την ελευθερία
Τυχαίες λέξεις
Wiwatować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζητωκραυγάζω, προσθέτω, πρόσφυμα, ευθυμία, κέφι, ευθυμίας, την ευθυμία