Wmieszać στα ελληνικά

Μετάφραση: wmieszać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμπλέκω, κινώ, εμπλέκομαι, κινούμαι, αναδεύω, ανακατεύω, περιλαμβάνω, μπλέκω, συνεπάγονται, περιλαμβάνουν, περιλαμβάνει, συνεπάγεται, αφορούν
Wmieszać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • agat στα ελληνικά - αχάτη, αχάτης, agate, από αχάτη
  • balsamowanie στα ελληνικά - ταρίχευσης
  • boja στα ελληνικά - σημαδούρα, σημαντήρα, πλωτήρα, σημαντήρας, Πλωτήρας
  • falliczny στα ελληνικά - φαλλικό, φαλλικά, φαλλική, φαλλικές, phallic
Τυχαίες λέξεις
Wmieszać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμπλέκω, κινώ, εμπλέκομαι, κινούμαι, αναδεύω, ανακατεύω, περιλαμβάνω, μπλέκω, συνεπάγονται, περιλαμβάνουν, περιλαμβάνει, συνεπάγεται, αφορούν