Wstrzymać στα ελληνικά
Μετάφραση: wstrzymać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βοηθός, διακόπτω, αρωγή, επωδός, παύση, καταστέλλω, καταπνίγω, διακοπή, τσίμπλα, αποκρύπτω, βοήθεια, διατηρώ, σταματώ, επικουρία, ύπνος, συλλαμβάνω, παρακρατήσει, να παρακρατήσει, παρακρατούν, παρακρατεί, αρνηθεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- chwat στα ελληνικά - λεπίδα, Chwat
- cyklopowy στα ελληνικά - κυκλώπειος, Κυκλώπειων, κυκλώπειο, Κυκλώπεια, κυκλώπειου
- ekwipaż στα ελληνικά - καροτσάκια, άμαξες, βαγόνια, φορεία, βαγονιών
- eskortować στα ελληνικά - καβαλιέρος, συνοδεύω, ακολουθία, συνοδεία, συνοδός, συνοδείας, συνοδό, ...
Τυχαίες λέξεις
Wstrzymać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βοηθός, διακόπτω, αρωγή, επωδός, παύση, καταστέλλω, καταπνίγω, διακοπή, τσίμπλα, αποκρύπτω, βοήθεια, διατηρώ, σταματώ, επικουρία, ύπνος, συλλαμβάνω, παρακρατήσει, να παρακρατήσει, παρακρατούν, παρακρατεί, αρνηθεί
Μεταφράσεις: βοηθός, διακόπτω, αρωγή, επωδός, παύση, καταστέλλω, καταπνίγω, διακοπή, τσίμπλα, αποκρύπτω, βοήθεια, διατηρώ, σταματώ, επικουρία, ύπνος, συλλαμβάνω, παρακρατήσει, να παρακρατήσει, παρακρατούν, παρακρατεί, αρνηθεί