Wylęgać στα ελληνικά

Μετάφραση: wylęgać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπουκαπόρτα, επωάζω, άνοιγμα, εκκολάπτομαι, αποδεικνύονται, αποδειχθεί, αποδειχθούν, να αποδειχθεί, αποδειχθεί ότι
Wylęgać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • agronomiczny στα ελληνικά - γεωπονικές, γεωπονική, αγρονομικό, αγρονομικών, αγρονομικές
  • bukowanie στα ελληνικά - κρατήσεις, κρατήσεων, τις κρατήσεις, οι κρατήσεις, κράτηση
  • cyberprzestrzeń στα ελληνικά - Κυβερνοχώρο, Κυβερνοχώρος, Ο κυβερνοχώρος, Κυβερνοχώρου, του κυβερνοχώρου
  • domek στα ελληνικά - σφηνώνω, οίκος, καταλύω, διπλοκατοικία, σπίτι, σπιτιού, το σπίτι, ...
Τυχαίες λέξεις
Wylęgać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπουκαπόρτα, επωάζω, άνοιγμα, εκκολάπτομαι, αποδεικνύονται, αποδειχθεί, αποδειχθούν, να αποδειχθεί, αποδειχθεί ότι