Wyszperać στα ελληνικά

Μετάφραση: wyszperać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπρώχνω, τσιγκλώ, αναζητώ, αναζητούν, αναζητήσετε, ψάξει έξω, αναζήτηση από
Wyszperać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ancymonek στα ελληνικά - παλιάνθρωπος, μπερμπάντης, slyboots
  • antykwarski στα ελληνικά - αντίκα, αντίκες, αντικέ, παλαιά, παλαιών
  • brylant στα ελληνικά - φανταστικός, έξοχος, λαμπερός, σπινθηρίζων, sparkler, αδαμάντας, απαστράπτον, ...
  • fanatyzm στα ελληνικά - φανατισμός, φανατισμό, φανατισμού, τον φανατισμό, του φανατισμού
Τυχαίες λέξεις
Wyszperać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπρώχνω, τσιγκλώ, αναζητώ, αναζητούν, αναζητήσετε, ψάξει έξω, αναζήτηση από