Zgromadzać στα ελληνικά

Μετάφραση: zgromadzać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συσσωρεύω, συναρμολογώ, προκύπτω, προστίθεμαι, συναθροίζω
Zgromadzać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • barak στα ελληνικά - στρατώνας, στρατοπέδων, των στρατοπέδων, στρατώνα
  • cienisty στα ελληνικά - σκιερός, σκιώδης, ύποπτος, σκιερό, σκιερά, σκιερή, σκιερές
  • elekcja στα ελληνικά - εκλογές, αναγόρευση, εκλογή, εκλογών, εκλογής, εκλογική
  • fuzel στα ελληνικά - ζυμέλαια, Ζυμέλαια και
Τυχαίες λέξεις
Zgromadzać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συσσωρεύω, συναρμολογώ, προκύπτω, προστίθεμαι, συναθροίζω